- φυτάλμιος
- φυτάλμιοςproducingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη … Dictionary of Greek
φυτάλμιον — φυτάλμιος producing masc/fem acc sg φυτάλμιος producing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλμίοις — φυτάλμιος producing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλμίου — φυτάλμιος producing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλμίων — φυτάλμιος producing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλμίῳ — φυτάλμιος producing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτάλμια — φυτάλμιος producing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτάλμιοι — φυτάλμιος producing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιτάλιμος — ον, Α φυτάλμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυταλιά + επίθημα ιμος (πρβλ. νόστ ιμος). Πρόκειται για λ. που πλάστηκε για να ετυμολογηθεί ο τ. φυτάλμιος, ο οποίος θεωρήθηκε ότι σχηματίστηκε από αυτήν με μετάθεση] … Dictionary of Greek
Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона